ποτίστασις

ποτίστασις
ποτίστᾰσις, ιος, , [dialect] Dor. for πρός-, ([etym.] προσίστημι)
A admission, αἱ ἐκ ποτιστάσιος δίκαι suits brought by persons admitted to plead, SIG 629.21 (Delph., ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποτίστασις — και ποίστασις, άσιος, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. αποδοχή, παραδοχή 2. φρ. «ἐκ ποτιστάσιος δίκη» δίκη που διεξάγεται από πρόσωπα τα οποία έχουν γίνει αποδεκτά από τους διαδίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί* / ποι, τ. ισοδύναμοι τού πρός + στάσις (< ἵστημι)] …   Dictionary of Greek

  • ποίστασις — άσιος, ἁ, Α βλ. ποτίστασις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”